- κεφαλόπους
- κεφαλόπους, -οδός, ὁ (Α)στον πληθ. οι κεφαλόποδεςτα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό-πους, λεοντό-πους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek